Προσβάλλω στα τούρκικα
Μετάφραση: προσβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ince, önemsiz, zayıf, küstürmek, rahatsız, rencide, hakaret, gücendirmek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσβάλλω
προσβάλλω χρονική αντικατάσταση, προσβάλλω προσέβαλα, προσβάλλω αόριστος, προσβάλλω ετυμολογια, προσβάλλω λεξικό, προσβάλλω λεξικό γλώσσας τούρκικα, προσβάλλω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- προσαύξηση στα τούρκικα - sürşarj, ücretli, ek ücret, ek ücretli hizmet, ek ücrete tabi
- προσβάλλομαι στα τούρκικα - kontrat, gücenmek, alınmak, içerlemek
- προσβλητικός στα τούρκικα - saldırgan, saldırı, saldırgan olarak işaretle, saldırgan olarak, rahatsız edici
- προσβολή στα τούρκικα - hakaret, saldırı, saldırısı, atak, saldırının, hücum
Τυχαίες λέξεις
Προσβάλλω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ince, önemsiz, zayıf, küstürmek, rahatsız, rencide, hakaret, gücendirmek
Μεταφράσεις: ince, önemsiz, zayıf, küstürmek, rahatsız, rencide, hakaret, gücendirmek