Küçük στα ελληνικά
Μετάφραση: küçük, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σεμνός, υπεξούσιος, ελάσσων, λίγο, στενός, μετριόφρων, μικρός, ασήμαντος, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kütük στα ελληνικά - καταχωρώ, εγγράφομαι, καταυλίζω, μπιγέτα, billet, μπιγέτας, χελώνης
- kütüphane στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, της βιβλιοθήκης, βιβλιοθηκών, η βιβλιοθήκη
- küçültmek στα ελληνικά - μειώνω, περιορίζω, ελαττώνω, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, ...
- küçümsemek στα ελληνικά - περιφρονώ, περιφρόνηση, καταφρόνια, υποτιμώ, μειώσω, υποτιμά, υποτιμούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Küçük στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σεμνός, υπεξούσιος, ελάσσων, λίγο, στενός, μετριόφρων, μικρός, ασήμαντος, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά
Μεταφράσεις: σεμνός, υπεξούσιος, ελάσσων, λίγο, στενός, μετριόφρων, μικρός, ασήμαντος, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά