Keski στα ελληνικά
Μετάφραση: keski, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλέμι, λαξεύω, σμίλη, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kesin στα ελληνικά - βέβαιος, βέβαια, τελικός, διαρκώ, ακριβής, σίγουρος, εκφράζω, ...
- kesinlik στα ελληνικά - ακρίβεια, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας
- keskin στα ελληνικά - αιφνίδιος, έντονος, ανελέητος, διαπεραστικός, αυστηρός, σκληρός, ενδιαφερόμενος, ...
- kesme στα ελληνικά - κοπή, κόβω, κόψιμο, κοπής, τεμαχισμού, κοπτική
Τυχαίες λέξεις
Keski στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλέμι, λαξεύω, σμίλη, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Μεταφράσεις: καλέμι, λαξεύω, σμίλη, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο