Onarım στα ελληνικά
Μετάφραση: onarım, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στερέωση, φτιάχνω, αποκατάσταση, επισκευή, επισκευάζω, επανόρθωση, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ona στα ελληνικά - τον, αυτήν, αυτόν, της, αυτή, την, αυτής
- onarmak στα ελληνικά - αποκαθιστώ, επισκευάζω, αναστηλώνω, ανακτώ, επισκευή, επισκευής, την επισκευή, ...
- onay στα ελληνικά - συγκατάθεση, έγκριση, έγκρισης, την έγκριση, εγκρίσεως, έγκρισή
- onaylamak στα ελληνικά - αναγνωρίζω, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Τυχαίες λέξεις
Onarım στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: στερέωση, φτιάχνω, αποκατάσταση, επισκευή, επισκευάζω, επανόρθωση, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης
Μεταφράσεις: στερέωση, φτιάχνω, αποκατάσταση, επισκευή, επισκευάζω, επανόρθωση, επισκευής, την επισκευή, επιδιόρθωση, επιδιόρθωσης