Sürünmek στα ελληνικά
Μετάφραση: sürünmek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύρσιμο, μπουσουλάω, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
Μεταφράσεις
- sürüklemek στα ελληνικά - σέρνω, τραβώ, έλξη, σύρετε, drag, οπισθέλκουσας, αντίσταση
- sürüngen στα ελληνικά - ερπετό, έρπων, ερπετών, ερπετά, ερπετού
- süs στα ελληνικά - στολισμός, διακοσμητικός, διακοσμητικά, καλλωπιστικών, διακοσμητικών, καλλωπιστικά
- süsen στα ελληνικά - ίρις, μπαϊράκι, σημαία, λάβαρο, ίριδας, ίριδα, της ίριδας, ...
Τυχαίες λέξεις
Sürünmek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύρσιμο, μπουσουλάω, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
Μεταφράσεις: σύρσιμο, μπουσουλάω, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε