Σύρομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: σύρομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sürünmek, sürünme, sünme, creep, akma, sürüngen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύρομαι
σύρομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, σύρομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σύριγγα στα τούρκικα - şırınga, enjektör, bir şırınga, syringe
- σύρμα στα τούρκικα - tel, telgraf, kablo, telli, teli, kablolu
- σύρσιμο στα τούρκικα - sürünmek, sürükleme, sürükleyerek, sürüklemek, sürüklenmesi
- σύσκεψη στα τούρκικα - müzakere, danışma, görüşülmesi, müzakeresi, görüşmeden
Τυχαίες λέξεις
Σύρομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sürünmek, sürünme, sünme, creep, akma, sürüngen
Μεταφράσεις: sürünmek, sürünme, sünme, creep, akma, sürüngen