Λέξη: πάτος
Σχετικές λέξεις: πάτος
πάτοσ τησ οδοντόκρεμάσ σασ, πάτοσ συνώνυμα, πάτος ετυμολογία, πάτος σιλικόνης, κινητός πάτος, πάτος οδοντόκρεμας, πάτος slang, πάτος παπουτσιών, πάτος συνωνυμο, πάτος κατσαρόλας
Συνώνυμα: πάτος
κάλτσα, δυνατό χτύπημα, κοντή κάλτσα, δυνατό κτύπημα, κάλτσα ανδρική
Μεταφράσεις: πάτος
πάτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bottom, sock, insole, bottom of, footbed
πάτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inferior, trasero, suelo, posaderas, hondo, lecho, calcetín, del calcetín, media, calcetín de, el calcetín
πάτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterer, ende, frachter, unterseite, frachtschiff, fußgrund, arsch, niedrigste, boden, grund, gesäß, handelsschiff, po, popo, Socke, Strumpf, Socken
πάτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inférieur, postérieur, fond, fesses, envers, siège, derrière, base, dessous, cul, croupe, bas, cargo, chaussette, chaussettes, sock, la chaussette, chaussette de
πάτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
suolo, fondo, fondello, calzino, calza, sock, del calzino, il calzino
πάτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fundo, peúga, meia, palmilha, da peúga, sock
πάτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achterste, onderste, bodem, bips, achtergrond, zitvlak, kont, ondergrond, grond, sok, sokken, sock, sok van, De sok
πάτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
днище, низина, грунт, низ, дно, сиденье, носок, носка, фондовой, носки, носков
πάτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bunn, grunn, sokk, sokken, sock, sokke
πάτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bak, botten, socka, strumpa, sock, strumpan, sockan
πάτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perse, pohja, peppu, rahtilaiva, tyvi, takamus, perustus, perustaa, sukka, sock, sukan, sukat, sukkaa
πάτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bund, grund, sok, sock, sokken, strømpen, strømpe
πάτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sedadlo, zadnice, spodek, dolní, základy, pata, zadek, úpatí, dno, spodní, ponožka, ponožky, ponožku, sock, ponožek
πάτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
siedzenie, dno, tyłek, wylew, szuflada, spód, dół, pupa, skarpetka, skarpeta, skarpety, sock, wkładek
πάτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
legutolsó, hajófenék, fenék, ülep, zokni, zoknit, harisnya, sock
πάτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dip, temel, çorap, sock, bir çorap, soket çorap
πάτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сидіння, піді, дно, ж-під, попід, під, носок, шкарпетку, шкарпетка
πάτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fund, çorap, goditje, çorapë, sock, gjurmashkë
πάτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чорап, чорапи, чорапи за, чорапа
πάτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
панчоха, нiзкi, адзаду, шкарпэтку, насок, шкарпэтка, носок
πάτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaubalaev, sokk, sokid, sisetald, soki
πάτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podnožje, osnova, donji, čarapa, čarapu, čarape, izlemati, je čarapa
πάτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
botn, sokkur, sokkar, sokkurinn, SOKKA, og sokkur
πάτος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solum
πάτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dugnas, puskojinė, įklotė, kojinės, kojinių, kojinė
πάτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pamats, dibens, zeķe, zeķu, zeķes
πάτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дното, чорап, чорапа, чорапот
πάτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fund, ciorap, șosetă, șosete, soseta, ciorap de
πάτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úpatí, dno, zadek, rit, nogavica, nogavice, nogavic, sock, Kratka nogavica
πάτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dno, ponožka, ponožky
Τυχαίες λέξεις