Sakatlamak στα ελληνικά

Μετάφραση: sakatlamak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αχρηστεύω, απενεργοποιώ, κολοβώνω, ακρωτηριάζουν, ακρωτηριάσει, να ακρωτηριάσει, να ακρωτηριάζουν
Sakatlamak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sakar στα ελληνικά - αδέξιος, ατζαμής, άχαρος, αδέξια, αδέξιο, αδέξιες
  • sakat στα ελληνικά - ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
  • sakin στα ελληνικά - νηνεμία, ήρεμος, κάτοικος, ατάραχος, ησυχασμός, ακίνητος, γαλήνιος, ...
  • saklamak στα ελληνικά - συντηρώ, κρύβω, διατηρώ, κατοχυρώνω, προστατεύω, διασώζω, θέτω κατά μέρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Sakatlamak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αχρηστεύω, απενεργοποιώ, κολοβώνω, ακρωτηριάζουν, ακρωτηριάσει, να ακρωτηριάσει, να ακρωτηριάζουν