Αχρηστεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: αχρηστεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakatlamak, alıkoymak, etkisiz hale, etkisiz hale getirmek, yapamaz hale getirmek, saf dışı bırakmak
Αχρηστεύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αχρηστεύω

αχρηστεύω συνώνυμα, αχρηστεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αχρηστεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αχνίζω στα τούρκικα - buğu, buhar, cızırtı, Sizzle, The Sizzle, cızırdama, cızırtı yapmak
  • αχρείος στα τούρκικα - alçak, hain, hergele, scoundrel, puşt
  • αχτίδα στα τούρκικα - parlamak, ışın, kiriş, direk, şaft, mil, mili, ...
  • αχυρώνας στα τούρκικα - ahır, Barn, ambar, The Barn, bir ahır
Τυχαίες λέξεις
Αχρηστεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sakatlamak, alıkoymak, etkisiz hale, etkisiz hale getirmek, yapamaz hale getirmek, saf dışı bırakmak