Tüfek στα ελληνικά

Μετάφραση: tüfek, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστόλι, τουφέκι, καραμπίνα, όπλο, τυφέκιο, το όπλο, όπλου
Tüfek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • töz στα ελληνικά - ουσία, ουσίας, ουσιών, ουσία που, ουσίες
  • tüccar στα ελληνικά - έμπορος, εμπόρου, έμπορο, εμπορικών, εμπορικό
  • tüketici στα ελληνικά - καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
  • tüketim στα ελληνικά - δαπάνες, δαπάνη, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Τυχαίες λέξεις
Tüfek στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστόλι, τουφέκι, καραμπίνα, όπλο, τυφέκιο, το όπλο, όπλου