Πιστόλι στα τούρκικα

Μετάφραση: πιστόλι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüfek, silah, gun, tabanca, tabancası
Πιστόλι στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πιστόλι

πιστόλι θερμόκολλας, πιστόλι θερμού αέρα, πιστόλι φωτοβολίδων, πιστόλι σιλικόνης, πιστόλι τιμών, πιστόλι λεξικό γλώσσας τούρκικα, πιστόλι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πιστοποιώ στα τούρκικα - onaylamak, tasdik, belgelemek, onaylarım, belgelendirmek
  • πιστωτής στα τούρκικα - alacaklı, alacaklının, krediyi, kreditör, kredi veren
  • πιστόνι στα τούρκικα - piston, pistonlu, pistonu, pistonun
  • πιστός στα τούρκικα - sadık, inançlı, mümin, inanan, inanmayan, believer
Τυχαίες λέξεις
Πιστόλι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: tüfek, silah, gun, tabanca, tabancası