Yaşamak στα ελληνικά
Μετάφραση: yaşamak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, κάνω, νομοθετεί, νομοθετήσει, νομοθετούν, νομοθετήσουν, νομοθετούμε
Μεταφράσεις
- yasaklamak στα ελληνικά - αποκλεισμός, απαγόρευση, αποκλείω, απαγορεύω, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, ...
- yasama στα ελληνικά - νομοθεσία, θεσμοθέτηση, νομοθετικές, νομοθετικό, νομοθετική, νομοθετικών, νομοθετικής
- yassılamak στα ελληνικά - ισοπεδώνω, ισιώνω, ισοπέδωση, επιπεδοποίηση, επιπέδωσης, ισοπέδωσης, επιπεδώσεως
- yastık στα ελληνικά - μαξιλάρι, μαξιλαριού, μαξιλαριών, το μαξιλάρι, μαξιλάρια
Τυχαίες λέξεις
Yaşamak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, κάνω, νομοθετεί, νομοθετήσει, νομοθετούν, νομοθετήσουν, νομοθετούμε
Μεταφράσεις: κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, κάνω, νομοθετεί, νομοθετήσει, νομοθετούν, νομοθετήσουν, νομοθετούμε