Yetişkin στα ελληνικά

Μετάφραση: yetişkin, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενήλικας, ενήλικος, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, μεγάλωσαν
Yetişkin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yetersizlik στα ελληνικά - αναπηρία, ανικανότητα, ανεπάρκεια, ανεπάρκειας, ανεπάρκεια που
  • yetim στα ελληνικά - ορφανός, ορφανό, ορφανού, ορφανά, ορφανών, τα ορφανά
  • yetişmek στα ελληνικά - κατασκευάζω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατορθώνω, απολαβή, κάνω, επιτυγχάνω, ...
  • yetiştirmek στα ελληνικά - αυξάνομαι, εκπαιδεύω, μεγαλώνω, μορφώνω, φέρει επάνω, να εμφανιστεί, εμφανιστεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Yetişkin στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενήλικας, ενήλικος, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, μεγάλωσαν