Ενήλικος στα τούρκικα

Μετάφραση: ενήλικος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetişkin, erişkin, yetişkin için, adult, ergin
Ενήλικος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενήλικος

ενήλικος ορισμός, ενήλικος σημασια, ενήλικος ημιπληγικός bobath, ενήλικος ή ενήλικας, ενήλικος σκύλος, ενήλικος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενήλικος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ενέργεια στα τούρκικα - eylem, aksiyon, işlem, hareket, eylemi
  • ενήλικας στα τούρκικα - yetişkin, erişkin, yetişkin için, adult, ergin
  • ενίσχυση στα τούρκικα - amplifikasyon, amplifikasyonu, büyütme, yükseltme, güçlendirme
  • εναγής στα τούρκικα - korkunç, iğrenç, davacı, davacının
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yetişkin, erişkin, yetişkin için, adult, ergin