Yiğitlik στα ελληνικά

Μετάφραση: yiğitlik, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιοποιώ, θάρρος, γενναιότητα, προσπάθεια, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Yiğitlik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yiv στα ελληνικά - αυλακώνω, διοχετεύω, εντομή, αυλάκι, κανάλι, ρείθρο, ράβδωση, ...
  • yiğit στα ελληνικά - θαρραλέος, γενναίος, γενναία, γενναίοι, γενναίο, γενναίους
  • yok στα ελληνικά - όχι, κανένας, απών, αριθ, δεν, καμία, κανένα
  • yokluk στα ελληνικά - υστέρημα, θέλω, έλλειψη, ανάγκη, απουσία, ελλείψει, απουσίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Yiğitlik στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιοποιώ, θάρρος, γενναιότητα, προσπάθεια, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα