Účinkující στα ελληνικά
Μετάφραση: účinkující, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλλιτέχνης, Ερμηνευτές, ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, ερμηνευτών ή εκτελεστών, εκτελεστών καλλιτεχνών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beznadějnost στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
- karakal στα ελληνικά - Caracal, καρακάλ, Caracal με, Caracal με την
- loudavý στα ελληνικά - μαχμουρλής, δυσκίνητος, άτονος, βραδύς, νωχελής, υποτονική, αργή, ...
- mučení στα ελληνικά - βασανίζω, βασανισμός, βασανιστήριο, μαρτύριο, βασανιστηρίων, βασανιστήρια, τα βασανιστήρια
Τυχαίες λέξεις
Účinkující στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλλιτέχνης, Ερμηνευτές, ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, ερμηνευτών ή εκτελεστών, εκτελεστών καλλιτεχνών
Μεταφράσεις: καλλιτέχνης, Ερμηνευτές, ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, ερμηνευτών ή εκτελεστών, εκτελεστών καλλιτεχνών