Λέξη: ξιφολόγχη
Σχετικές λέξεις: ξιφολόγχη
ξιφολόγχη m16, ξιφολόγχη μ1, ξιφολόγχη g3a3, ξιφολόγχη αγορα, ξιφολόγχη m9, ξιφολόγχη g3, ξιφολόγχη ak-47, ξιφολόγχη enfield, ξιφολόγχη γκρα, ξιφολόγχη μάνλιχερ
Συνώνυμα: ξιφολόγχη
λόγχη, μπαγιονέτα
Μεταφράσεις: ξιφολόγχη
ξιφολόγχη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bayonet, a bayonet, bayonets, the bayonet
ξιφολόγχη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bayoneta, de bayoneta, la bayoneta, bayoneta de, bayonet
ξιφολόγχη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seitengewehr, Bajonett, Bajonettverschluss
ξιφολόγχη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
baïonnette, à baïonnette, la baïonnette, baïonnettes, de baïonnette
ξιφολόγχη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
baionetta, a baionetta, della baionetta, bayonet
ξιφολόγχη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baioneta, de baioneta, tipo baioneta, da baioneta, bayonet
ξιφολόγχη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bajonet, bajonetsluiting, bajonet-, bayonet, bajonetaansluiting
ξιφολόγχη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
штык, байонетного, байонетный, байонетное, штыковая
ξιφολόγχη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bajonett, bajonetten, bayonet, bajonettsokkel
ξιφολόγχη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bajonett, bajonetten, bajonettfattning, bajonettyp
ξιφολόγχη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pistin, bajonetti, bayonet, pistimen, pikaliitin
ξιφολόγχη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bajonet, bajonetten, bayonet, bajonetfatning
ξιφολόγχη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bajonet, bodák, bajonetový, bajonetové, bajonetového
ξιφολόγχη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bagnet, bagnetowy, bagnetowego, bagnetowe, bayonet
ξιφολόγχη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rohamkés, bajonett, szurony, bajonettzáras, bajonettzárral
ξιφολόγχη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
süngü, bayonet, süngülü, bayonet tipi
ξιφολόγχη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багнет, штик
ξιφολόγχη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bajonetë, bayonet, shpoj me bajonetë, fiksimit
ξιφολόγχη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щик, байонет, байонетно, байонетен, байонетна
ξιφολόγχη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штык, багнет, штых, штыком
ξιφολόγχη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tääk, bajonett, bayonet, bajonettfiksaatori
ξιφολόγχη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bajuneta, bajonet, bajunetni, bajunetska, bajonetno
ξιφολόγχη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byssustingur, Bayonet
ξιφολόγχη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
durtuvas, jungiamojo kaiščio, bayonet, bajoneto, kaiščio
ξιφολόγχη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
durklis, bajonetes, bayonet, bajonetcokols, tapveida
ξιφολόγχη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бајонет, бајонетот, бајонетска, бајонети, бајонетот налетувам
ξιφολόγχη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
baionetă, baioneta, tip baionetă, de tip baionetă, tip baioneta
ξιφολόγχη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bajonet, bajonetni, bajonetno, bayonet, bajonetna
ξιφολόγχη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bodák, bajonet
Τυχαίες λέξεις