Ευάλωτος στα αγγλικά
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vulnerable, vulnerability, susceptible, fragile, prone
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ευάλωτος
conquerable
- ευάλωτος
- δυνάμενος να νικηθεί
- νικητός
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας αγγλικά, ευάλωτος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα αγγλικά - etymology, etymology of, the etymology, derivation
- ευάερος στα αγγλικά - airy
- ευάρεστος στα αγγλικά - agreeable, pleasing
- ευέξαπτος στα αγγλικά - excitable, tetchy, irritable, temperamental, fretful, irascible, combustible
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: vulnerable, vulnerability, susceptible, fragile, prone
Μεταφράσεις: vulnerable, vulnerability, susceptible, fragile, prone