Šik στα ελληνικά
Μετάφραση: šik, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, σικ, κομψό, chic, κομψή, κομψά
Μεταφράσεις
- hlavně στα ελληνικά - ειδικά, κυρίως, κύριο λόγο, κατά κύριο λόγο, ιδίως
- kráva στα ελληνικά - αγελάδα, αγελάδας, αγελάδων, αγελάδες, αγελαδινό
- odlehčení στα ελληνικά - εκροή, ανάγλυφος, ανακούφιση, εκτόνωση, άφεση, εκπυρσοκρότηση, απολύω, ...
- odpadnutí στα ελληνικά - αποστασία, αποσκίρτηση, αποστασίας, την αποστασία, η αποστασία, της αποστασίας
Τυχαίες λέξεις
Šik στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, σικ, κομψό, chic, κομψή, κομψά
Μεταφράσεις: επενδύω, παρατάσσω, ρυτίδα, γραμμή, σικ, κομψό, chic, κομψή, κομψά