Štíhlý στα ελληνικά

Μετάφραση: štíhlý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδυνατίζω, προσβάλλω, λεπτός, θίγω, ελαφρύς, μικρός, ισχνός, λεπτό, λεπτή, slim, λεπτές
Štíhlý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brýle στα ελληνικά - γυαλιά, ποτήρια, τα γυαλιά, γυαλιών, Γυαλία
  • chichotání στα ελληνικά - κακαρίζω, κιχλισμός, κιχλίζω, χάχανα, γελώ ανοητώς, χάχανο
  • deprese στα ελληνικά - κατάθλιψη, καταρρέω, σωριάζομαι, κεσάτι, ύφεση, πέφτω, κατάθλιψης, ...
  • jalovec στα ελληνικά - άρκευθος, Juniper, αρκεύθου, άρκευθο, καρπούς αρκεύθου
Τυχαίες λέξεις
Štíhlý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδυνατίζω, προσβάλλω, λεπτός, θίγω, ελαφρύς, μικρός, ισχνός, λεπτό, λεπτή, slim, λεπτές