Anulovat στα ελληνικά
Μετάφραση: anulovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναιρώ, καταργώ, κενό, ανατρέπω, ανακαλώ, ακυρώνω, ματαιώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antropometrie στα ελληνικά - ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρίας, την ανθρωπομετρία, η ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρήσεις
- anténa στα ελληνικά - κεραία, κεραίας, της κεραίας, κεραιών, την κεραία
- anýz στα ελληνικά - γλυκάνισο, γλυκάνισου, ανίσου, άνισου, άνισο
- anýzovka στα ελληνικά - anisette
Τυχαίες λέξεις
Anulovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναιρώ, καταργώ, κενό, ανατρέπω, ανακαλώ, ακυρώνω, ματαιώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Μεταφράσεις: αναιρώ, καταργώ, κενό, ανατρέπω, ανακαλώ, ακυρώνω, ματαιώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε