Bědovat στα ελληνικά
Μετάφραση: bědovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρηνώ, μουγκρίζω, μοιρολογώ, οδυρμός, μουγκρητό, στενάζω, θρήνος, θρήνο, μοιρολόι, θρήνου, θρήνο της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- být στα ελληνικά - υπάρχω, ζω, όν, είναι, να, να είναι, ήταν
- bývalý στα ελληνικά - περασμένος, πρώην, παρελθόν, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
- bědování στα ελληνικά - στριγγλίζω, οδυρμός, μοιρολογώ, θρηνώ, θρήνος, θρήνο, θρήνου, ...
- bědující στα ελληνικά - θρηνώδης
Τυχαίες λέξεις
Bědovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρηνώ, μουγκρίζω, μοιρολογώ, οδυρμός, μουγκρητό, στενάζω, θρήνος, θρήνο, μοιρολόι, θρήνου, θρήνο της
Μεταφράσεις: θρηνώ, μουγκρίζω, μοιρολογώ, οδυρμός, μουγκρητό, στενάζω, θρήνος, θρήνο, μοιρολόι, θρήνου, θρήνο της