Břeh στα ελληνικά
Μετάφραση: břeh, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νήμα, όχθη, πλευρά, τράπεζα, εξοκέλλω, κλώνος, ακτή, ανάχωμα, μεριά, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό, τραπεζική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- běžný στα ελληνικά - συχνός, μπόλικος, συχνάζω, συνηθισμένος, συνήθης, κοινός, ρεύμα, ...
- běžící στα ελληνικά - τρέξιμο, λειτουργία, λειτουργίας, τρέχει, διεξαγωγή
- břemeno στα ελληνικά - φορτίζω, βάρος, ζαλίκι, κατηγορία, φορτίο, φροντίδα, γεμίζω, ...
- břevno στα ελληνικά - δοκός, αχτίδα, καδρόνι, ακτίνα, δέσμη, δέσμης, δοκού
Τυχαίες λέξεις
Břeh στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νήμα, όχθη, πλευρά, τράπεζα, εξοκέλλω, κλώνος, ακτή, ανάχωμα, μεριά, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό, τραπεζική
Μεταφράσεις: νήμα, όχθη, πλευρά, τράπεζα, εξοκέλλω, κλώνος, ακτή, ανάχωμα, μεριά, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό, τραπεζική