Λέξη: βρυχηθμός
Σχετικές λέξεις: βρυχηθμός
βρυχηθμός τιγρης, βρυχηθμός λιονταριού
Συνώνυμα: βρυχηθμός
βοή
Μεταφράσεις: βρυχηθμός
βρυχηθμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
roar, roar of, growl, roaring, growling
βρυχηθμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rugido, bramido, mugir, bramar, roncar, estruendo, rugir, ruido
βρυχηθμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
getöse, gebrüll, Gebrüll, brüllen, Getöse, Tosen, Donnern
βρυχηθμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rugir, gronder, vrombissement, tonner, rugis, rugissent, grondement, mugissement, fracas, vociférations, hurler, ronflement, rauquer, mugir, rugissons, rugissez, rugissement, hurlement
βρυχηθμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruggire, ruggito, boato, urlo, scroscio, scrosciare
βρυχηθμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rugido, vagueie, rugir, estrondo, o rugido, rugido de
βρυχηθμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loeien, bulderen, brullen, daveren, gebrul, gebulder, geraas, brul
βρυχηθμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
реветь, взреветь, рокотать, храпеть, рявкать, рокот, грохот, шум, рёв, бушевать, рыкать, зареветь, гудение, гоготать, хохот, рык, рев
βρυχηθμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brake, brøl, brus, roar, brølet, brøle
βρυχηθμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vråla, dån, ryta, vrål, bruset, dånet
βρυχηθμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mylviminen, ryskyä, pauke, kumu, huutaa, karjunta, karjaisu, myrskyisät, pauhu, roar
βρυχηθμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brus, brøl, Roar, brusen, brølet, brølen
βρυχηθμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
burácení, hučet, ječení, dunět, burácet, řev, rachot, hukot, hřmět, hučení, řičet, řvát, hřímat, řvaní, zahřmět, hulákat, hrčení, roar
βρυχηθμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
huczeć, ryczeć, ryk, zaryczeć, grzmieć, trąbić, huk, wydzierać, grzmot
βρυχηθμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ordít, üvöltés, harsogó, moraja, robajjal
βρυχηθμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gürleme, kükreme, uğultu, gürültü, kükremek
βρυχηθμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чалий, рев, ревіння, ревище
βρυχηθμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
buças, shungëlloj, gjëmim, ulërimë, vrumbullon, zhurmën, Vrumbullima
βρυχηθμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рев, грохот, тътен, рева
βρυχηθμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
роў, рык, румз, крык, выццё
βρυχηθμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
möirgama, möire, müha, vuhin, mühama
βρυχηθμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bučati, brujati, rika, buka, urlik, grmljavina, tutnjava, hujanje
βρυχηθμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gnauða, belja, Öskur, öskra, gnýja
βρυχηθμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kriokimas, riaumojimas, riaumoti, kvatojimas, būbauti
βρυχηθμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
rēkt, šņākt, rēciens, rēc, rūciens
βρυχηθμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рев, рика, татнежот, рикање, татни
βρυχηθμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
hohote, vuiet, răcni, muget, urlet
βρυχηθμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Šumenje, bučanje, rjovenje, roar, Ropot
βρυχηθμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hukot, rev, řev, krik
Τυχαίες λέξεις