Benevolentní στα ελληνικά
Μετάφραση: benevolentní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνετός, καλόβουλος, φρόνιμος, ευμενής, φιλάνθρωπος, καλοκάγαθος, καλοπροαίρετη, φιλάνθρωπη, καλοκάγαθοι
Μεταφράσεις
- bek στα ελληνικά - πλάτη, υποστηρίζω, ενισχύω, του bek, το bek, τα bek
- bekasína στα ελληνικά - μπεκατσίνι, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, σκολοπακίδων
- bengál στα ελληνικά - φιλονικία, θόρυβος, Ruckus, φασαρία
- benigní στα ελληνικά - ήπιος, καλοκάγαθος, καλοήθης, καλοήθη, καλοήθεις, καλοήθους, καλοήθων
Τυχαίες λέξεις
Benevolentní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνετός, καλόβουλος, φρόνιμος, ευμενής, φιλάνθρωπος, καλοκάγαθος, καλοπροαίρετη, φιλάνθρωπη, καλοκάγαθοι
Μεταφράσεις: συνετός, καλόβουλος, φρόνιμος, ευμενής, φιλάνθρωπος, καλοκάγαθος, καλοπροαίρετη, φιλάνθρωπη, καλοκάγαθοι