Božský στα ελληνικά
Μετάφραση: božský, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεϊκά, θεία, divinely, θεϊκή, ουράνια
Μεταφράσεις
- bořit στα ελληνικά - καταρρεύσει, σπάσει, κατανείμει, αναλύονται, διασπώνται
- bořivý στα ελληνικά - καταστροφικός, καταστρεπτικός, καταστροφική, καταστροφικές, καταστρεπτική, καταστρεπτικές
- božský στα ελληνικά - θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
- božstvo στα ελληνικά - θεότητα, θεότητας, θεά, θεότητα που, θεού
Τυχαίες λέξεις
Božský στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεϊκά, θεία, divinely, θεϊκή, ουράνια
Μεταφράσεις: θεϊκά, θεία, divinely, θεϊκή, ουράνια