Λέξη: ανεκτίμητος
Σχετικές λέξεις: ανεκτίμητος
ανεκτίμητος αγγλικά, ανεκτίμητος συνώνυμα, ανεκτίμητος μεταφραση, ανεκτίμητος στα αγγλικα
Συνώνυμα: ανεκτίμητος
αδιατίμητος, ανυπολόγιστος
Μεταφράσεις: ανεκτίμητος
ανεκτίμητος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
priceless, invaluable, inestimable, an invaluable, a priceless
ανεκτίμητος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inestimable, inapreciable, tiene precio, no tiene precio, invaluable
ανεκτίμητος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unschätzbar, unbezahlbar, von unschätzbarem Wert, unbezahlbare
ανεκτίμητος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inappréciable, inestimable, de prix, précieux, sans prix, inestimables
ανεκτίμητος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inestimabile, impagabile, ha prezzo, prezioso, senza prezzo
ανεκτίμητος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inestimável, impagável, valor inestimável, priceless, de valor inestimável
ανεκτίμητος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onschatbaar, onwaardeerbaar, onbetaalbaar, onschatbare, onbetaalbare, kostbare
ανεκτίμητος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нелепый, неоценимый, бесценный, абсурдный, бесценным, бесценно, бесценна, бесценны
ανεκτίμητος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uvurderlig, uvurderlige, priceless
ανεκτίμητος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ovärderliga, ovärderlig, ovärderligt, obetalbart, obetalbar
ανεκτίμητος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
verraton, korvaamaton, arvaamattoman kallis, korvaamattomia, arvokas, arvokasta, korvaamatonta
ανεκτίμητος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uvurderlige, uvurderlig, uvurderligt, ubetalelig
ανεκτίμητος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neocenitelný, nezaplacení, k nezaplacení, neocenitelné, neocenitelná
ανεκτίμητος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezcenny, nieoceniony, bezcenne, bezcenna, bezcennym
ανεκτίμητος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megfizethetetlen, felbecsülhetetlen, felbecsülhetetlen értékű, értékes, priceless
ανεκτίμητος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
paha biçilmez, paha, paha biçilemez, paha biçilmez bir, priceless
ανεκτίμητος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прейскурант, цінник, безцінний, неоціненний, безцінного, безцінне
ανεκτίμητος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pavlefshëm, tepër i çmuar, pavlefshëm, të pavlefshëm, çmuar
ανεκτίμητος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безценен, безценно, безценна, безценни, безценното
ανεκτίμητος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бясцэнны, неацэнны, каштоўны, неацэнная
ανεκτίμητος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hindamatu, hindamatu väärtusega, hindamatud, hindamatuid, hindamatut
ανεκτίμητος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neprocjenjiv, neusporediv, basnoslovan, dragocjen, neprocjenjivo, neprocjenjive, neprocjenjiva, neprocjenjive vrijednosti
ανεκτίμητος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ómetanlegt, ómetanlegur, ómetanleg, ómetanlegu, ómetanlegar
ανεκτίμητος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neįkainojamas, neįkainojama, neįkainojamą, neįvertinamas, priceless
ανεκτίμητος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
brīnišķīgs, nenovērtējama, nenovērtējams, nenovērtējamas, nenovērtējamu
ανεκτίμητος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бесценето, бесценета, бесценети, непроценливо, непроценлива
ανεκτίμητος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inestimabil, neprețuit, nepretuit, de nepretuit, neprețuită, de neprețuit
ανεκτίμητος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neprecenljivo, neprecenljiv, neprecenljiva, neprecenljivi, neprecenljive
ανεκτίμητος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
neoceniteľný, neoceniteľným, neoceniteľnému, neoceniteľné, neoceniteľnú
Τυχαίες λέξεις