Λέξη: σκυτάλη

Σχετικές λέξεις: σκυτάλη

σπαρτιατική σκυτάλη, σκυτάλη κυριάκου στυλιανού, σκυτάλη ετυμολογία, σκυτάλη θήβα, σκυτάλη κυριάκος στυλιανού, σκυτάλη φροντιστήριο, σκυτάλη english, κρυπτεία σκυτάλη, σκυτάλη μετάφραση, σκυτάλη σπάρτη

Συνώνυμα: σκυτάλη

μπαρ, μπάρα, ράβδος, μεταλλικό τεμάχιο, λοστός, προσωπικό, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής, επιτελείο, τσέτολα, λογαριασμός

Μεταφράσεις: σκυτάλη

σκυτάλη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
baton, torch, token, the baton

σκυτάλη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bastón, palo, batuta, bastón de mando, porra, testigo, Baton

σκυτάλη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stab, tambourstock, taktstock, Taktstock, Schlagstock, Staffelstab, Stab

σκυτάλη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
canne, témoin, baguette, bâton, massue, gourdin, matraque, Baton, relais

σκυτάλη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bacchetta, Baton, testimone, bastone, di Baton

σκυτάλη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vara, batuta, bastão, Baton, de Baton, bastão de

σκυτάλη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stok, staf, wapenstok, dirigeerstok, stokje, baton

σκυτάλη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дубинка, палочка, эстафета, жезл, Батон, эстафету

σκυτάλη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stokk, stafettpinnen, Baton, batong, for Baton

σκυτάλη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stafettpinnen, batong, baton, taktpinne, taktpinnen

σκυτάλη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tahtipuikko, kapula, keppi, patukka, pamppu, viestikapula, viestikapulan, baton, kapulan, Viestinvaihto

σκυτάλη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stafetten, Baton, i Baton, stafet, taktstok

σκυτάλη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obušek, hůl, pendrek, taktovka, obušku, hůlka, baton

σκυτάλη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pałeczka, buława, pałka, batuta, baton, batutę

σκυτάλη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gumibot, pálca, stafétabotot, baton, stafétát

σκυτάλη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
baton, cop, asa, değnek

σκυτάλη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кийок, жезл, естафета, палиця, дубинка

σκυτάλη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
skeptër, Baton, shkop, shkopi, dirigjimin

σκυτάλη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щафета, жезъл, Батън, палка, Baton

σκυτάλη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палка, дубінка, дручок, доўбня, бамберыў

σκυτάλη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teatepulk, taktikepp, kumminui, Baton, teatepulga, taktikepi

σκυτάλη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
žezlo, palica, Baton, u Baton, štafeta

σκυτάλη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Baton

σκυτάλη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
batuta, Baton, lazda, estafetę, batutos

σκυτάλη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zizlis, Baton, Stafetes, steks, stafeti

σκυτάλη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
диригентската палка, диригентство, диригентска палка, палка, жезло

σκυτάλη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
baston, Baton, bagheta, bastonul, baston de

σκυτάλη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pendrek, palica, Štafeta, baton, taktirko, paličasto, dirigentsko palico

σκυτάλη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pendrek, obušok, obuch
Τυχαίες λέξεις