Bojechtivý στα ελληνικά
Μετάφραση: bojechtivý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φιλοπόλεμος, άγριος, εριστικός, κτηνώδης, επιθετικός, την καταπολέμηση της, πάλης, μάχης, μάχες, καταπολέμηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bojechtivost στα ελληνικά - επιθετικότητα, φιλοπόλεμη διάθεση, επιθετικότητας, εμπλοκή σε πόλεμο, εριστικότητα
- bojkot στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
- bojkotovat στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
Τυχαίες λέξεις
Bojechtivý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φιλοπόλεμος, άγριος, εριστικός, κτηνώδης, επιθετικός, την καταπολέμηση της, πάλης, μάχης, μάχες, καταπολέμηση
Μεταφράσεις: φιλοπόλεμος, άγριος, εριστικός, κτηνώδης, επιθετικός, την καταπολέμηση της, πάλης, μάχης, μάχες, καταπολέμηση