Εριστικός στα τσεχικά

Μετάφραση: εριστικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bojovný, hašteřivý, bojechtivý, útočný, hádavý, svárlivý, hádat
Εριστικός στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εριστικός

εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, εριστικός στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ερημικός στα τσεχικά - osamocený, izolovaný, odloučený, poustevník, samotář, samotářem, poustevníkem
  • ερημώνω στα τσεχικά - zničit, zpustošit, vylidnit, snížení populace, vylidňují
  • ερμηνεία στα τσεχικά - vysvětlení, tlumočení, výklad, lesk, pozlátko, lesklý, interpretace, ...
  • ερμηνεύω στα τσεχικά - překládat, přeložit, přetlumočit, vykládat, vysvětlovat, interpretovat, vysvětlit, ...
Τυχαίες λέξεις
Εριστικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: bojovný, hašteřivý, bojechtivý, útočný, hádavý, svárlivý, hádat