Cvičený στα ελληνικά

Μετάφραση: cvičený, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έντεχνος, εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
Cvičený στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cvičenec στα ελληνικά - γυμναστής, ασκούμενος, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο, εκπαιδευόμενου, ασκούμενου
  • cvičení στα ελληνικά - τροχός, πρακτική, άσκηση, τριβελίζω, ασκήσεις, ασκήσεων, τις ασκήσεις, ...
  • cvičit στα ελληνικά - διδάσκω, εκπαιδεύω, τροχός, αμαξοστοιχία, τριβελίζω, ασκώ, άσκηση, ...
  • cvičitel στα ελληνικά - καθηγητής, προπονητής, καθηγήτρια, εκπαιδευτής, δασκάλα, δάσκαλος, γυμναστής, ...
Τυχαίες λέξεις
Cvičený στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έντεχνος, εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους