Λέξη: ασυλία

Σχετικές λέξεις: ασυλία

ασυλία dancing with the stars, ασυλία ετυμολογία, ασυλία ορισμός, ασυλία dancing, ασυλία κασιδιάρη, ασυλία βουλευτών κύπρος, ασυλία βουλευτών, ασυλία προέδρου, ασυλία δικηγόρων, ασυλία στο dancing

Μεταφράσεις: ασυλία

ασυλία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asylum, immunity, immune, immunity from, immunity of, immunity is

ασυλία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asilo, hospicio, acogida, refugio, inmunidad, la inmunidad, de inmunidad, inmunidad de, exención

ασυλία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zuflucht, unterstand, asyl, heim, refugium, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität

ασυλία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
refuge, hospice, recours, abri, immunité, l'immunité, une immunité, de l'immunité

ασυλία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricovero, salvagente, ospizio, rifugio, asilo, immunità, dell'immunità, l'immunità, di immunità, all'immunità

ασυλία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guarida, asilo, refúgios, refúgio, albergue, imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção

ασυλία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vluchtheuvel, schuilplaats, toevluchtsgebied, asiel, toevluchtsoort, toevluchtsoord, immuniteit, de immuniteit, onschendbaarheid, immuniteit van, vrijstelling

ασυλία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прибежище, приют, убежище, иммунитет, иммунитета, неприкосновенность, иммунитетом, устойчивость

ασυλία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilflukt, asyl, immunitet, immunforsvar, immuniteten, immunforsvaret

ασυλία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asyl, immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som

ασυλία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakopaikka, turvakoti, suojaava saareke, turvapaikka, koskemattomuus, immuniteetti, koskemattomuuden, koskemattomuutta, immuniteetin

ασυλία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fristed, tilflugt, asyl, immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over

ασυλία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
domov, azyl, útulek, útočiště, imunita, imunity, odolnost, imunitu, odolnosti

ασυλία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
azylant, wysepka, szpital, przytulisko, schron, przytułek, schronienie, azyl, odporność, immunitet, odporności, immunitetu, odporność na

ασυλία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
menhely, immunitás, mentelmi, mentesség, mentességet, immunitást

ασυλία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sığınak, barınak, bağışıklık, dokunulmazlık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı

ασυλία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
притулок, захисток, імунітет

ασυλία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
imunitet, imuniteti, imunitetin, imunitetit, imuniteti i

ασυλία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
убежище, имунитет, имунитета, освобождаване, на имунитета

ασυλία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імунітэт

ασυλία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varjupaik, asüül, puutumatus, immuunsus, puutumatuse, immuunsuse, immuniteedi

ασυλία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
azil, sklonište, utočište, imunitet, imunost, imunosti, imuniteta, otpornosti

ασυλία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæli, friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin

ασυλία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prieglobstis, prieglauda, imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu

ασυλία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
patvērums, imunitāte, imunitāti, imunitātes, neaizskaramība, neaizskaramību

ασυλία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на

ασυλία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
azil, imunitate, imunitatea, imunității, de imunitate, imunitatii

ασυλία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imuniteta, imuniteto, imunost, odpornost, imunitete

ασυλία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
azyl, blázinec, imunita, imunity, imunitu
Τυχαίες λέξεις