Děloha στα ελληνικά

Μετάφραση: děloha, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μήτρα, μητέρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
Děloha στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dělný στα ελληνικά - αποτελεσματικός, αποδοτικός, τακτικά, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά
  • dělo στα ελληνικά - κανόνι, καραμπίνα, όπλο, πιστόλι, πυροβόλο, το κανόνι, κανονιού, ...
  • dělostřelec στα ελληνικά - πυροβολητής, πυροβολικό
  • dělostřelectvo στα ελληνικά - πυροβολικό, πυροβολικού, πυροβόλα, το πυροβολικό, του πυροβολικού
Τυχαίες λέξεις
Děloha στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μήτρα, μητέρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα