Dobýt στα ελληνικά
Μετάφραση: dobýt, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμαλωτίζω, προμηθεύομαι, παίρνω, καταλαμβάνω, αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, νικώ, κατάσχω, αιχμαλωσία, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dobytí στα ελληνικά - αιχμαλωσία, λήψη, αιχμαλωτίζω, κατάκτηση, πόρθηση, σπασμός, κατάκτησης, ...
- dobít στα ελληνικά - τέλος, περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, επαναφόρτιση, ανατροφοδότηση, επαναφόρτισης, ...
- dobývat στα ελληνικά - εκχύλισμα, νταμάρι, νάρκη, προμηθεύομαι, μεταλλείο, αποσπώ, αποκτώ, ...
- dobývání στα ελληνικά - εργαζόμενος, λατομεία, λατομείων, λατομικές, εξόρυξη, λατομικές δραστηριότητες
Τυχαίες λέξεις
Dobýt στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμαλωτίζω, προμηθεύομαι, παίρνω, καταλαμβάνω, αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, νικώ, κατάσχω, αιχμαλωσία, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Μεταφράσεις: αιχμαλωτίζω, προμηθεύομαι, παίρνω, καταλαμβάνω, αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, νικώ, κατάσχω, αιχμαλωσία, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν