Αιχμαλωσία στα τσεχικά

Μετάφραση: αιχμαλωσία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
upoutat, úlovek, získat, ovládnout, chytání, uchvátit, dobýt, chycení, zachytit, dobytí, zajmout, ovládnutí, ukořistění, chytit, ukořistit, zajetí, zajaté, Protáhneť
Αιχμαλωσία στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμαλωσία

αιχμαλωσία δελφινιών, λειβαδιτησ αιχμαλωσία, ονειροκρίτης αιχμαλωσία, βαβυλώνια αιχμαλωσία, αιχμαλωσία της αβινιόν, αιχμαλωσία λεξικό γλώσσας τσεχικά, αιχμαλωσία στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αιχμάλωτος στα τσεχικά - zajatec, zajatý, vězeň, zajetí, v zajetí, kaptivní
  • αιχμή στα τσεχικά - spropitné, namířit, mířit, konec, ostří, článek, zašpičatit, ...
  • αιχμαλωτίζω στα τσεχικά - ovládnout, ovládnutí, upoutat, uchvátit, chycení, zajmout, získat, ...
  • αιχμηρός στα τσεχικά - pichlavý, zahrocený, špičatý, ostrý, ostnatý, špičaté, ježatý, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιχμαλωσία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: upoutat, úlovek, získat, ovládnout, chytání, uchvátit, dobýt, chycení, zachytit, dobytí, zajmout, ovládnutí, ukořistění, chytit, ukořistit, zajetí, zajaté, Protáhneť