Dosvědčit στα ελληνικά
Μετάφραση: dosvědčit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρτυρώ, πιστοποιώ, μαρτυρούν, καταθέσει, καταθέσουν, καταθέτουν, πιστοποιούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dostředivý στα ελληνικά - κεντρομόλος, κεντρομόλο, κεντρομόλου, κεντρομόλες, κεντρομόλα
- dostřel στα ελληνικά - διακυμαίνομαι, εμβέλεια, φάσμα, σειρά, εύρος, γκάμα
- dosáhnout στα ελληνικά - διευθύνω, πινελιά, κατορθώνω, φτάνω, καταφέρω, φθάνω, επιτυγχάνω, ...
- dotace στα ελληνικά - υποτροφία, επίδομα, επιχορήγηση, προικοδότηση, χορηγώ, επιχορηγώ, επιδότηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Dosvědčit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρτυρώ, πιστοποιώ, μαρτυρούν, καταθέσει, καταθέσουν, καταθέτουν, πιστοποιούν
Μεταφράσεις: μαρτυρώ, πιστοποιώ, μαρτυρούν, καταθέσει, καταθέσουν, καταθέτουν, πιστοποιούν