Dovolený στα ελληνικά
Μετάφραση: dovolený, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδεκτός, επιτρεπτός, νόμιμος, επιτρεπόμενος, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων
Μεταφράσεις
- dovolená στα ελληνικά - παρατάω, παραιτούμαι, φεύγω, διακοπές, άδεια, αργία, γιορτή, ...
- dovolení στα ελληνικά - φεύγω, επιχορήγηση, άδεια, παρατάω, παραιτούμαι, επίδομα, την άδεια, ...
- dovolit στα ελληνικά - αντέχω, ενοικιάζομαι, αφήνω, επιτρέπω, συγκατανεύω, υπομένω, άδεια, ...
- dovolovat στα ελληνικά - παραδέχομαι, εισάγω, αφήνω, αποδέχομαι, άδεια, επιτρέπω, ανέχομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Dovolený στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδεκτός, επιτρεπτός, νόμιμος, επιτρεπόμενος, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων
Μεταφράσεις: αποδεκτός, επιτρεπτός, νόμιμος, επιτρεπόμενος, επιτρεπόμενη, επιτρεπομένων, επιτρεπόμενων