Καθορισμένος στα αγγλικά

Μετάφραση: καθορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
set, statutory, fixed, definite, appointed, stated, defined
Καθορισμένος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: καθορισμένος

fixed
  • σταθερός
  • ακίνητος
  • καθορισμένος
  • πάγιος
  • τακτός
stated
  • ορισμένος
  • δηλωθείς
  • καθορισμένος
definite
  • σαφής
  • καθορισμένος
  • οριστικός
  • ξεκάθαρος
appointed
  • καθορισμένος
determinate
  • ορισμένος
  • καθορισμένος
  • συγκεκριμένος

Σχετικές λέξεις: καθορισμένος

καθορισμένος συνώνυμο, καθορισμένος συνώνυμα, καθορισμένος λεξικό γλώσσας αγγλικά, καθορισμένος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • καθομιλούμενος στα αγγλικά - vernacular, conversational, colloquial
  • καθορίζω στα αγγλικά - quote, specify, determine, define, settle on, I define, I specify
  • καθοριστικός στα αγγλικά - decisive, determinant, determinative, determining, key
  • καθρέφτης στα αγγλικά - mirror, a mirror, up mirror, mirror of, Cosmetic mirror
Τυχαίες λέξεις
Καθορισμένος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: set, statutory, fixed, definite, appointed, stated, defined