Drancování στα ελληνικά
Μετάφραση: drancování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεηλασία, απολύω, αρπαγή, λεηλατώ, τσουβάλι, σάκος, σάκο, σακί
Μεταφράσεις
- dramatizovat στα ελληνικά - δραματοποιώ, δραματοποιούν, δραματοποιήσει, δραματοποιούμε, δραματοποιήσουν
- drancovat στα ελληνικά - ρημάζω, λεφτά, λάφυρα, καταστρέφω, λεηλατώ, τσουβάλι, σάκος, ...
- drapérie στα ελληνικά - ποδιές, παραπετάσματα, γύροι, γύροι κρεβατιών, ποδιές που
- drastický στα ελληνικά - θηριώδης, άγριος, κτηνώδης, μανιασμένος, δραστικός, δραστική, δραστικές, ...
Τυχαίες λέξεις
Drancování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεηλασία, απολύω, αρπαγή, λεηλατώ, τσουβάλι, σάκος, σάκο, σακί
Μεταφράσεις: λεηλασία, απολύω, αρπαγή, λεηλατώ, τσουβάλι, σάκος, σάκο, σακί