Familiární στα ελληνικά

Μετάφραση: familiární, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοικειωμένος, Η οικογενής, Οικογενής, οικογενείς, Οικογενή, Οικογενούς
Familiární στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • falšování στα ελληνικά - παραποίηση, παραχάραξη, νοθεία, νόθευση, νοθείας, της νοθείας, τη νόθευση
  • familiárnost στα ελληνικά - οικειότητα, εξοικείωση, εξοικείωσης, γνώση, οικειότητας
  • famózní στα ελληνικά - διάσημος, γνωστός, ξακουστός, φημισμένος, περίφημος, διάσημο, διάσημη, ...
  • fanatický στα ελληνικά - φανατικός, λυσσαλέος, φανατικούς, φανατικοί, φανατικό, φανατικών
Τυχαίες λέξεις
Familiární στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοικειωμένος, Η οικογενής, Οικογενής, οικογενείς, Οικογενή, Οικογενούς