Grilovat στα ελληνικά

Μετάφραση: grilovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχάρα, ανακρίνω, ψήνω στη σχάρα, φιλονικία, Ψήστε, Broil
Grilovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gravitace στα ελληνικά - βαρύτητα, σοβαρότητα, βαρύτητας, βάρους, σοβαρότητας
  • grep στα ελληνικά - γκρέιπ φρουτ, γκρέιπφρουτ, γκρέηπφρουτ, γκρέϊπφρουτ
  • grimasa στα ελληνικά - αντιμετωπίζω, σφουγγαρίστρα, πρόσωπο, αντικρίζω, σφουγγαρίζω, κύρος, μορφάζω, ...
  • grobián στα ελληνικά - αγροίκος, reviler
Τυχαίες λέξεις
Grilovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχάρα, ανακρίνω, ψήνω στη σχάρα, φιλονικία, Ψήστε, Broil