Λέξη: εξαρτώμαι

Σχετικές λέξεις: εξαρτώμαι

εξαρτώμαι εξαρτάσαι, εξαρτώμαι αόριστος, εξαρτώμαι λεξικο, εξαρτώμαι στα αγγλικα, ρήμα εξαρτώμαι, εξαρτώμαι συνώνυμο, εξαρτώμαι παρατατικος, εξαρτώμαι αγγλικα, εξαρτώμαι ετυμολογια, εξαρτώμαι κλίση

Συνώνυμα: εξαρτώμαι

στρέφομαι, βασίζομαι

Μεταφράσεις: εξαρτώμαι

εξαρτώμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
depend, depend on, hinge, am dependent, am dependent I

εξαρτώμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
depender, pender, dependerá, depende, dependerán, dependen

εξαρτώμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abhängen, abhängig, hängen, ab, hängt

εξαρτώμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dépendent, déguerpir, consister, dépendez, dépendre, dépends, dépendons, dépendra, dépend, dépendront

εξαρτώμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dipendere, dipenderà, dipende, dipendono, dipenderanno

εξαρτώμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
depender, partida, dependa, dependem, depende, dependerá, dependerão

εξαρτώμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afhangen, afhankelijk zijn, hangen, vertrouwen, afhankelijk

εξαρτώμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рассчитывать, зависеть, полагаться, зависит, зависят, зависимости, в зависимости

εξαρτώμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avhenge, avhengige, avhenger, stole, avhengig

εξαρτώμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bero, beroende, beror, är beroende, att bero

εξαρτώμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luottaa, riippua, riippuu, riippuvat, riippuvaisia, riippuvainen

εξαρτώμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhænger, afhænge, afhængige, afhængig, stole

εξαρτώμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záležet, záviset, závisí, závislé, jsou závislé, závisejí

εξαρτώμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zależeć, polegać, policzyć, liczyć, zależy, zależą, zależy od, uzależnione

εξαρτώμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
függ, függenek, függnek, függvénye, attól

εξαρτώμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlı, bağlıdır, bağımlı, bağlı olarak, değişir

εξαρτώμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розраховувати, покладатись, покладатися, залежте, залежати, залежатиме, залежатимуть

εξαρτώμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varem, varet, të varet, varen, varet nga, të varen

εξαρτώμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зависете, зависят, зависи, да зависи, зависи от, зависимост

εξαρτώμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
залежаць, залежыць

εξαρτώμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lootma, sõltuma, olenema, sõltub, sõltuvad, sõltu, sõltuda

εξαρτώμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavisiti, ovisi, zavise, ovisiti, ovise, ovisit

εξαρτώμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fer, ráðast, háð, treysta, veltur

εξαρτώμαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
nitor

εξαρτώμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priklausyti, priklauso, priklausys, priklauso nuo, priklausys nuo

εξαρτώμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkarīgi, atkarīgs, atkarīgas, ir atkarīgi, ir atkarīga

εξαρτώμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зависи, зависат, зависи од, зависат од, да зависи

εξαρτώμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
depinde, depind, depindă, depinde în, depinde de

εξαρτώμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odvisna, odvisni, odvisna od, odvisni od, so odvisni

εξαρτώμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
závisieť, závisí, závislé
Τυχαίες λέξεις