Λέξη: δωροδοκία
Σχετικές λέξεις: δωροδοκία
δωροδοκία εοτ, δωροδοκία δημοσίου υπαλλήλου, δωροδοκία συνώνυμο, δωροδοκία σδοε, δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, δωροδοκία δικαστή, δωροδοκία ορισμός, παθητική δωροδοκία, δωροδοκία αγγλικα, ενεργητική δωροδοκία
Συνώνυμα: δωροδοκία
αργυρώνητο, διαφθορά, αλλοίωση, παραφθορά, φθορά, παραέπειση
Μεταφράσεις: δωροδοκία
δωροδοκία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bribery, bribe, corruption, a bribe, bribes
δωροδοκία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cohecho, soborno, sobornos, de soborno, sobornar
δωροδοκία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestechung, Bestechung, bestechen, Bestechungsgeld, Schmiergeld, Sie bestechen
δωροδοκία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pot-de-vin, corruption, soudoyer, pot de vin, pot, paiement illicite
δωροδοκία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corruzione, bustarella, corrompere, tangente, dono
δωροδοκία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suborno, propina, bribe, subôrno, subornar
δωροδοκία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omkoping, omkopen, steekpenning, steekpenningen, smeergeld
δωροδοκία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подкупность, продажность, подкуп, взяточничество, взятка, взятки, взятку, взяткой, взяток
δωροδοκία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestikkelse, bestikkelser, bestikke, bestikkelsen, best
δωροδοκία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
muta, mutor, mutan, muta för
δωροδοκία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lahjonta, lahjominen, lahjoa, lahjus, lahjuksia, lahjuksen, lahjusta
δωροδοκία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestikkelse, bestikke, bestikkelsen, Gave
δωροδοκία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úplatkářství, uplácení, korupce, podplácení, úplatek, úplatku, úplatkem, bribe
δωροδοκία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łapówkarstwo, przekupstwo, łapownictwo, łapówka, przekupić, łapówki, łapówkę, bribe
δωροδοκία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vesztegetés, veszteget, kenőpénz, megvesztegetni, kenőpénzt, ruhába
δωροδοκία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rüşvet, rüşvetin, bribe, rüşveti
δωροδοκία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хабарництво, хабар, взятка, взятку
δωροδοκία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ryshfet, dhurata, dhuratë, ryshfetit, mitë
δωροδοκία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подкуп, подкупи, подкупа, подарък
δωροδοκία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хабар, ношкі, хабару
δωροδοκία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äraostmine, korruptsioon, altkäemaks, pistis, altkäemaksu, pistist, pistisena
δωροδοκία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podmićivanje, podmitljivost, mito, mita, Dar, podmititi, potkupiti
δωροδοκία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mútur, mútan, þiggja mútur
δωροδοκία στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
corruptio
δωροδοκία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kyšis, kyšį, kyšio, kyšius
δωροδοκία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kukulis, kukuli, kukuļa, uzpirkt, neuzpērk
δωροδοκία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поткуп, мито, митото, поткупот
δωροδοκία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mită, mita, de mită, mită de, mitei
δωροδοκία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podkupnine, podkupnina, podkupnino, podkupnino v
δωροδοκία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úplatok