Λέξη: εξαρθρώνω

Συνώνυμα: εξαρθρώνω

στραγγουλίζω, στραμπουλίζω, εκτοπίζω, εξαρθρώ

Μεταφράσεις: εξαρθρώνω

εξαρθρώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dislocate, sprain

εξαρθρώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dislocar, dislocarse, luxar, dislocación, luxarse

εξαρθρώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verrenken, verrücken, verlagern, ausrenken, dislocate

εξαρθρώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déboîter, démettre, désarticuler, déplacer, luxer, disloquer, désorganiser, disloquent

εξαρθρώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lussare, slogare, dislocare, dislocate, spostare

εξαρθρώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
malquerer, desencaixar, desagrado, desagradar, deslocar, deslocam, deslocar a, desalojar

εξαρθρώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontwrichten, verstuiken, verrekken, te ontwrichten, dislocate, ontwricht

εξαρθρώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перемещать, сдвигать, дислоцировать, свихнуть, смещать, нарушать, вывихнуть, расстраивать, смещаться

εξαρθρώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forrykke, forskyve, av stilling, bringe av ledd, ut av stilling

εξαρθρώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rubba, flytta ut, ur led, rubba ur dess läge

εξαρθρώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sekoittaa, siirtäessään, tyhjiksi, siirtää paikaltaan, tehdä tyhjiksi

εξαρθρώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forskubbe, forskyde, forrykke, splitte, dislokere

εξαρθρώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přesunout, vymknout, vykloubit, přemístit, narušit, presunout

εξαρθρώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przesunąć, zdezorganizować, przemieścić, hamować, wywichnąć, zaburzać, zwichnąć, dyslokować, przemieszczać, dislocate

εξαρθρώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elmozdít, kificamít, áthelyezzék

εξαρθρώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çıkarmak, disloke, dislocate, da altüst etmektedir, bozmak

εξαρθρώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порушувати, розстроювати, вивихнути, зрушувати

εξαρθρώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nxjerr nga vendi, dislokohen, zhvendosur, dislokoj, të nxjerr nga vendi

εξαρθρώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разпокъсвам, обърквам, измествам, разглобявам, размествам

εξαρθρώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вывіхнуць, падвярнуць

εξαρθρώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nihestama, nihestuma, nikastama, nihestada, Delegeerida

εξαρθρώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
premjestiti, pomjeriti, iščašiti, dislocirati, izmještanje

εξαρθρώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dislocate

εξαρθρώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsinarinti, išnirti, nykstelėti, išsisukti, Dyslokować

εξαρθρώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārcelt, traucēt, izmežģīt

εξαρθρώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дислоцира, дислоцираат, се дислоцира, дислокација, го дислоцира

εξαρθρώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
disloca, dislocarea, dislocă, suci, luxa

εξαρθρώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Iščašiti, Pomjeriti, dislocate, premakne lego

εξαρθρώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
presunúť, premiestniť, presunú, preniesť
Τυχαίες λέξεις