Indispozice στα ελληνικά

Μετάφραση: indispozice, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρρώστια, ασθένεια, πάθηση, την ασθένεια, πάθηση του, ασθένεια που
Indispozice στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • indiskrétní στα ελληνικά - ακριτόμυθος, αδιάκριτος, αδιάκριτα, αδιάκριτο, αδιάκριτες, αδιάκριτη
  • indisponovaný στα ελληνικά - αδιάθετος, φτωχά, αδιαθεσία, καλά, αδιαθεσίας, άσχημα
  • individualismus στα ελληνικά - ατομικισμός, ατομικισμό, ατομικισμού, τον ατομικισμό, ο ατομικισμός
  • individualista στα ελληνικά - ατομικιστής, ατομιστής, ατομικιστική, ατομικιστικές, ατομικιστικό
Τυχαίες λέξεις
Indispozice στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρρώστια, ασθένεια, πάθηση, την ασθένεια, πάθηση του, ασθένεια που