Λέξη: θηλιά

Σχετικές λέξεις: θηλιά

θηλιά english, θηλιά κόμπος, θηλιά κατασκευη, η θηλιά, θηλιά για το ωνάσειο οι υψηλές ιατρικές αμοιβές, θηλιά ψαρεματος, θηλιά μεταφραση, θηλιά κρεμάλας, θηλιά λεξικο, θηλιά για παραμαλο

Συνώνυμα: θηλιά

λωρί, λοβός, αυτί, τεμαχίδιο, λογαριασμός, βρόχος, κρεμάλα, θήλεια, παγίδα

Μεταφράσεις: θηλιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
loop, noose, slip knot, tab, eyelet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bucle, lazo, dogal, nudo corredizo, soga, nudo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
looping, schleife, öse, kreislauf, schlinge, schlaufe, Schlinge, noose, Strick, Schlaufe
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lacs, oeillet, boucle, volte, corde, nœud coulant, étau, noeud coulant, lacet
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riccio, annodare, cappio, laccio, noose, nodo scorsoio, il cappio
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assomar, tear, laço, armadilha, soga, corda, noose
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maas, steek, strik, breisteek, strop, lus, noose, lus van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пучность, контур, удавка, бугель, петля, петелька, петлю, аркан, петлей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
løkke, løkka, løkken, renneløkke, noose
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ögla, snaran, snara, fälla, noose
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silmukka, kiemura, hirttosilmukka, hirttoköysi, noose, hirttosilmukan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
løkke, løkken
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smyčka, oprátka, oprátku, oprátky
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwitka, pętelka, kokarda, podwiązać, zapętlenie, pętla, obwód, węzeł, stryczek, noose, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
karika, kabátakasztó, méhhurok, hurok, meghurkol, noose, hurkot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilmik, kement, ilmek, noose, darağacında
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
селючка, селюк, петля, зашморг, петливши
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lak, martohem, lak të, kurth, grackë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
примка, клуп, ласо, хомот, впримчвам
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пятля, завеса, петля
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
silmus, aas, Silmuse, noose, Juoksusilmukka
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
karika, prsten, petlja, omča, klopka, omča je, objesiti
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bugur, noose, Snaran
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilpa, įvilioti į spąstus, kilpavirvė, narinti, nerti kilpą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilpa, cilpu, sasiet cilpā, noķert cilpā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јамката, клуп, јамка, ласо, јамка околу вратот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
laț, ștreang, nod, pirostrii, face un laț la
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
očko, zanko, zanka, zanko je, Obsešati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
očko, oprátka, povraz
Τυχαίες λέξεις