Inkasovat στα ελληνικά
Μετάφραση: inkasovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλέγω, μετρητά, εξαργυρώνω, χρήματα, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις
- inkarnace στα ελληνικά - ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
- inkasista στα ελληνικά - συλλέκτης, συλλέκτη, συλλογής, συλλεκτών, συλλεκτικών
- inklinace στα ελληνικά - τάση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
- inklinovat στα ελληνικά - περιποιούμαι, άπαχος, γέρνω, ακουμπώ, κλίνω, επιμελούμαι, τείνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Inkasovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλέγω, μετρητά, εξαργυρώνω, χρήματα, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις: συλλέγω, μετρητά, εξαργυρώνω, χρήματα, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών