Křídlový στα ελληνικά
Μετάφραση: křídlový, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτερωτός, φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
![Křídlový στα ελληνικά Křídlový στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-cz-gr-5669.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- křídlatý στα ελληνικά - φτερωτός, φτερωτό, φτερωτά, φτερωτή, φτερωτού
- křídlo στα ελληνικά - επίπεδο, πλάνη, φτερό, στάθμη, ροκάνι, πτέρυγα, πλευρά, ...
- křídovitý στα ελληνικά - ασβεστολιθικός, αλευρώδη, κιμωλίας, κρητιδική, ασβεστολιθικά
- křídový στα ελληνικά - γυψώδης, Κρητιδικής, Κρητιδική, της κρητιδικής περιόδου, κρητιδικής περιόδου
Τυχαίες λέξεις
Křídlový στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτερωτός, φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Μεταφράσεις: φτερωτός, φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο