Kapitál στα ελληνικά

Μετάφραση: kapitál, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτεύουσα, απόθεμα, παρακρατώ, ηγετικός, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Kapitál στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kapitula στα ελληνικά - κεφάλαιο, κεφαλαίου, το κεφάλαιο, του κεφαλαίου, κεφάλαιο αυτό
  • kapitulace στα ελληνικά - παραδίδω, παράδοση, παράδοσης, εξαγοράς, παραίτηση, παράδοσή
  • kapitán στα ελληνικά - καπετάνιος, καπετάνιο, αρχηγός, πλοίαρχος, κυβερνήτης
  • kapička στα ελληνικά - σταγονίδιο, σταγονιδίων, το σταγονίδιο, των σταγονιδίων, σταγονιδίου
Τυχαίες λέξεις
Kapitál στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, απόθεμα, παρακρατώ, ηγετικός, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια