Λέξη: νόστιμος

Σχετικές λέξεις: νόστιμος

νόστιμος πουρές πατάτας, νόστιμος αρακάς, νόστιμος συνώνυμα, νόστιμος φιδές, νόστιμος ετυμολογία, νόστιμος κιμάς, νόστιμος πουρές

Συνώνυμα: νόστιμος

όμορφη, ωραίος, καλός, λεπτός, συμπαθητικός, ζωηρός, άσεμνος, πικάντικος, ιδιόχυμος, κόσμιος, χαριείς, χαριτωμένος, κομψός, λεπτοκαμωμένος, εκλεκτικός, ντελικάτος, εύμορφος, αρκετός, γευστικός, εύγευστος

Μεταφράσεις: νόστιμος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
delicious, toothsome, comely, racy, dainty, relishable
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sabroso, delicioso, exquisito, toothsome, apetitosa, dentudo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmackhaft, entzückend, reizend, appetitlich, köstlich, lecker, toothsome, schmackhaften
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bon, délicieux, exquis, superbe, savoureux, magnifique, ravissant, voluptueux, délectable, excellent, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
squisito, incantevole, delizioso, prelibato, gustoso, toothsome, ghiotto
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
delicioso, maravilhoso, delicado, gostoso, toothsome, saboroso, agradável ao paladar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betoverend, verrukkelijk, beeldig, overheerlijk, heerlijk, kostelijk, lekker, smakelijk, toothsome
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дивный, приятный, вкусный, восхитительный, прелестный, приятный на вкус
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
delikat, deilig, lekker, toothsome
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
läcker, utsökt, delikat, toothsome
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suloinen, ihana, ihastuttava, herkullinen, hyvä, makoisa, maittava, toothsome
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
toothsome
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nádherný, výborný, chutný, lahodný, lahodnost jej však, lahodnost jej, přitažlivý
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyborny, rozkoszny, przepyszny, przemiły, smaczny, pyszny, zachwycający, toothsome
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gusztusos, ízletes, ízes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lezzetli, nefis, tatlı, toothsome, iştah açıcı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чарівний, приємний, смачний, смачну, найсмачніший, смачна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
admirueshëm, i këndshëm nga shija, këndshëm nga shija, i shijshëm, shijshëm
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
апетитен, приятен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смачны, вкусный
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hõrk, oivaline, suupärane, Hõrgutav
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bajan, prijatan, slastan, divan, sladak, mio, ukusan, privlačan
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
toothsome
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
esculentus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skanus, gražutis, Skanios, Garšīgs, Maloni skonis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gards, garšīgs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
toothsome
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
delicios, încântător, suculent, toothsome, gustos
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Privlačen
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výborný, chutný, chutné
Τυχαίες λέξεις